Ποντάρχης

Ποντάρχης
Ποντάρχ-ης, ου, ,
A president of the provincial council of Pontus, IGRom.3.69, al., OGI531.10 (iii A.D.).
II epith. of Achilles at Olbia, IPE12.134, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποντάρχης — ὁ, Α 1. άτομο που προήδρευε στο επαρχιακό συμβούλιο τού Πόντου 2. προσωνυμία τού Αχιλλέως στην Ολβιόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόντος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • πονταρχία — ἡ, Α [ποντάρχης] η θητεία και το αξίωμα τού ποντάρχου …   Dictionary of Greek

  • πονταρχώ — έω, Α [ποντάρχης] ασκώ το αξίωμα τού ποντάρχου …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”